σιχνάτσα

σιχνάτσα
και συχνάτσα, η, Ν
1. χαρτονόμισμα που έχει χάσει την αξία του
2. μτφ. (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότερο τ. ασσιγνάτσια < γαλλ. assignat «χαρτονόμισμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”